Βυζαντινή Τέχνη

ΠΕΡΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Του +Φώτη Κόντογλου
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ.
Του ζωγράφου +Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα

ΠΡΟΙΜΙΟΝ
Του Φώτη Κόντογλου

kapa

πάντιμος τέχνη της Εικονογραφίας της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι μία ιερά τέχνη και λειτουργική, όπως είναι όλαι αι εκκλησιαστικαί τέχναι, όπου έχουν σκοπόν πνευματικόν. Αι άγιαι αυταί τέχναι δεν θέλουν να στολίσουν μόνον τον ναόν με ζωγραφικήν δια να είναι ευχ άριστος και τερπνός εις τους εκκλησιαζομένους, ή να τέρψουν την ακοήν των με την μουσικήν, αλλά να τους ανεβάσουν είς τον μυστικόν κόσμον της πίστεως με την πνευματικήν κλίμακα, όπου έχει διαβαθμίδας ήγουν σκαλούνια, τας ιεράς τέχνας, την υμνολογίαν, την ψαλμωδίαν, τήν οικοδομήν, την αγιογραφίαν και τας λοιπάς τέχνας, οπού συνεργούν, όλες μαζί, εις το να μορφωθή μέσα εις τας ψυχάς των πιστών ο μυστικός Πράδεισος, ο ευωδιάζων με πνευματικήν ευωδίαν. Δια τούτο, τά έργα των εκκλησιαστικών τεχνών της Ανατολικής Εκκλησίας είναι υπομνήματα εις τον θείον λόγον.

Η τέχνη των Εικόνων εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν λέγεται Αγιογραφία, ως ζωγραφούσα άγια πρόσωπα και αγίας υποθέσεις. Ο δε αγιογράφος δεν είναι απλώς ένας τεχνίτης όπου κάμνει μίαν αναπαραστατικήν ζωγραφιάν επάνω εις κάποια θέματα θρησκευτικά, αλλά έχει πνευματικόν αξίωμα και πνευματικ ήν διακονίαν, την οποίαν επιτελεί εις την εκκλησίαν, ως ο ιερεύς και ο ιεροκήρυξ.

Η λειτουργική Εικών έχει θεολογικήν ένοιαν. Δεν είναι, ως είπαμεν, μία ζωγραφιά οπου γίνεται διά να τέρπη τους οφθαλμούς μας, η ακόμα διά να μας ενθυμίζη απλώς τά άγια πρόσωπα, όπως γίνεται με τας εικόνας οπου έχομεν δια να φέρνωμεν εις την μνήμην μας τους αγαπημένους συγγενείς και φίλους μας, αλλά είναι κατά τέτοιον τρόπον ζωγραφισμένη, ώστε να μας υψώνη από τον φθαρτόν κόσμον τούτον, και να μας κάμνη να οσφρανθώμεν εκείνον τον καινόν αέρα της Βασιλείας του Θεού. Δια τούτο δεν έχει καμμίαν ομοιότητα με τας ζωγραφίας οπού παριστάνουν με υλικόν τρόπον κάποια πρόσωπα, ακόμα και Αγίους, όπως γίνεται εις την θρησκευτικήν τέχνην της Δύσεως. Εις την λειτουργικήν εικόνα τά άγια πρόσωπα εικονίζονται εν αφθαρσία.

Δι' αυτήν την αιτίαν, η λειτουργική τέχνη δεν αλλάζει κάθε τόσον μαζί με τά άλλα ανθρώπινα πράγματα, αλλά είναι αμετακίνητος όπως η Εκκλησία του Χριστού, την οποίαν εκφράζει. Η ιερά παράδοσις είναι ο πύρινος στύλος οπού την οδηγεί μέσα εις την έρημον του ασταθούς κόσμου. Τούτο ξενίζει τους ανθρώπους του αιώνος τούτου, οι οποίοι δεν είναι εις θέσιν να εισδύσουν εις τον βυθόν της πνευματικής θαλάσσης, αλλά κολυμβούν εις την επιφάνειαν των αισθήσεων, παρασυρόμενοι από τά ρεύματα και τάς δίνας των υδάτων.

Η λειτουργική τέχνη τρέφει τον πιστόν με πνευματικά οράματα και ακούσματα, διυλίζουσα τα εισερχόμενα δια των πυλών των αισθήσεων, φαιδρύνουσα την ψυχήν αυτού με τον ουράνιον οίνον, και δωρούμενη εις αυτόν την ειρήνην της διανοίας.

Η παρούσα βίβλος είναι τεχνική και παραστατική, και ημπορεί ο αναγνώστης να νομίση ότι είναι άσχετος προς την θεολογίαν. Πλήν ας γνωρίζη, ότι εις την Ανατολικήν Εκκλησίαν τά πάντα είναι πνευματικά. Ούτω και εις την τέχνην της αγιογραφίας γίνονται πνευματικά ακόμα και τα βάναυσα εργαλεία, και τά χρώματα, και οι τοίχοι, και αι σανίδες, και όλα τά υλικά πράγματα καθαγιάζονται δια της χάρητος του Αγίου Πνεύματος, γινόμενα όργανα μιάς αγίας τέχνης.

Η τεχνική γνώσις ταύτης της τέχνης δεν είναι μόνον μία μηχανική εργασία, αλλά μετέχει από την πνευματικότητα και αγιότητα εκείνον των πραγμάτων οπου θέλει να παραστήση. Δια τούτο, και το τεχνικόν λεκτικόν της αγιογραφ ίας, αι ονομασίαι των εργαλείων και η έκφρασις οπού έχει το κάθε πράγμα εις αυτήν, έχει θρησκευτικόν χαρακτήρα. Και αυτά τά υλικά οπού μεταχειρίζεται ο Αγιογράφος, είναι ευλογημένα, ταπεινά , εύοσμα, λεπτά. Ούτω, διά να κάμη κάρβουνα με τα οποία σχεδιάζη, μεταχειρίζεται ξύλον άσηπτον ξηράς λεπτοκαρυάς ή μυρσίνης. Δια να κάμη σανίδα επάνω εις την οποίαν θα ζωγραφίση την εικόνα, μεταχειρίζεται την κυπάρισσον, την καρυδέαν, την καστανέαν, την πεύκην ή άλλο δένδρον ευωδιάζον. Τα χρώματα είναι τά περισσότερα χώματα της γής οπού μοσχοβολούν όταν βραχούν από το νερόν, ιδίως εις την ζωγραφικήν του τοίχου, και ευωδιάζουν όπως τά βουνά κατά τά πρωτοβρόχια η ωσάν ένα καινούριον κανάτι με δροσερόν νερόν. Εις το αυγόν βάζει ο τεχνίτης και ολίγον όξος, δια να το διατηρήση. Τα βερνίκια μοσχοβολούν ωσάν θυμίαμα, και ο ασπαζόμενος την εικόνα αισθάνεται οσμ ήν ευωδίας πνευματικής. Τα υλικά της εικόνος είναι τά χρώματα οπού τα περισσότερα είναι χώματα, το αυγόν με το όξος, ο κηρός, το ρετσίνι των πεύκων, η εύοσμος σαντράκα, το μαστίχι, το μέλι, το κομμίδι της μυγδαλιάς. Με ένα σύντομον λόγον η αγιασμένη τούτη τέχνη δεν μεταχειρίζεται χονδροειδή και πηκτά υλικά, όπως η κοσμική ζωγραφική οπού μεταχειρίζεται λινέλαια κάκοσμα και χρώματα πηκτά και βούρτσες χονδρότριχες.

Όσον διά το λεκτικόν της αγιογραφικής τέχνης, είναι ωσάν να αναγινώσκη κανείς κάποιον συναξάρι ή άλλο βιβλίον της θρησκείας, όταν διαβάζη κανέν τεχνικόν βιβλίον οπου να διαλαμβάνη δι αυτήν την τέχνην. Ούτω, αναγινώσκει λόγια όπως είναι τά ακόλουθα: Φιαλόεσσα εκκλησία, σεμνοχρωμία, στύλβωμα, περί λινών,περί λινωχρών , περί πυρρωδισμού, περί προπλασμού, περί σαρκωμάτων, περί λαμμάτων, περί κινναβάρεως, ερμηνε ία των μέτρων, ιστορία, ιστορίζω τοίχον, περί χρυσώματος, περί λινοκοπίας, πώς να ποιήσης βαφήν να σστιλβώνεται, βάλε εις χυβάδαν ψυμμίθι με διάκρισιν, κατασταλακτή, όξος αγνόν, χρώμα θαυμασιώτατον, αγιοκέρι, προπλαστάρι, λαμματίζω, λαγαρίζω ασβέστην, άφησε να ψυχιάση ο ασβέστης, βάλε την όψιν, περί ομματοφρυδίων, περί γλυκασμού, περί γανώματος, καθάρισον με λαγοπόδι, χρυσοκονδυλιά και χρυσοκονδυλίζω, β άλε είς την χωνίαν, άρτυσε βαφήν, τά ομματόκλαδα, κατενώπιον. κ.ά.

Ομιλώντας διά τεχνικά πράγματα, οι αγιογράφοι μεταχειρίζονται πολλάκις λόγια θρησκευτικά και θεολογικά, ως είναι δια παράδειγμα τά ακόλουθα: <<γράψον τά ψυμμιθίας όχι με μόνον άσπρον, αλλά με ολίγην ώχραν, δια να είναι ταπειναί και κατανυκτικαί>>,ή <<οι βαφές έχουν ούτω πολλήν γλυκύτητα και ευσέβειαν>>, κ.ά.

Το κάλλος εις την λειτουργικήν ζωγραφικήν είναι κάλλος πνευματικόν, και ουχί σαρκικόν. Η τέχνη αύτη είναι νηστευτική και λιτή, εκφράζουσα τη πτωχεία τα πλούσια, και όπως είναι το Ευαγγέλιον και η Παλαιά Διαθήκη συνοπτικά και συντομολόγα, ούτω και η Ορθόδοξος αγιογραφία είναι απλή χωρίς περιττά στολίδια και ματαίας επιδείξεις.

Οι παλαιοί εκείνοι αγιογράφοι ενήστευαν, δουλεύοντας, και οπόταν άρχιζαν μ ίαν εικόνα, άλλαζαν τα εσώρουχά των, διά να είναι καθαροί έσωθεν και έξωθεν, και εργαζόμενοι έψαλλαν, δια να γίνεται το έργον των με κατάνυξιν και δια να μην μετεωρίζεται ο νούς των είς τα εγκόσμια.

Δι΄ αυτό, αι κατ' εξοχήν λειτουργικαί και κατανυκτικώτεραι Εικόνες φαίνονται δύσμορφοι εις όσους έχουν το πνεύμα του κόσμου τούτου, τά δε πρόσωπα δεν έχουν κατ' αυτούς <<είδος, ουδέ κάλλος>>, καθ' όσον <<το φρόνημα της σαρκός έχθρα εις Θεόν>>( Ρωμ. η΄ 7).<< Η σάρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε Πνεύμα κατά της σαρκός>>(Γαλ.ε΄,17). Εις τας ιεράς εικόνας <<η σάρξ εσταύρωται σύν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις>>. Το πνευματικόν κάλλος των είναι <<η καλή αλοίωσις>> οπου έλεγεν ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι έβλεπεν εις τα νηστευτικά πρόσωπα των πνευματικών τέκνων του, κατά την νηστείαν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Η Μυστική Πύλη, η κατ' Ανατολάς, είναι και έσται κεκλεισμένη δι' όσους καταγίνονται με την σαρκικήν γνώσιν, η οποία <<φυσιοί>>, ήγουν κάμνει υπερήφανον τον άνθρωπον, κατά τον απόστολον Παύλον. Ενώ , <<οφθαλμοί Κυρίου επί τους ταπεινόφρονας, του ευφράναι αυτούς>>.

Όσην ευλάβειαν και ταπείνωσιν και πίστιν είχαν οι αγιογράφοι οπού εποίησαν τας σεβασμίας και αγίας εικόνας, άλλην τόσην ευλάβειαν και ταπείνωσιν και πίστιν πρέπει να έχωμεν και ημείς οπού τάς προσκυνούμεν, δια να αξιωθώμεν την μυστικήν χάριν οπού διαχύνεται από αυτάς, κατά τους λόγους τούτους του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, όπου λέγει:<<Της αυτής δυνάμεως δείται προφητεύουσί τε και ακροωμένοις προφητών, και ουκ αν ακούσει προφήτου, ότω μη αυτώ προφητεύσαν Πνεύμα την σύνεσιν των αυτού λόγων εδωρήσατο>>.

Από το βιβλίο του "ΕΚΦΡΑΣΙΣ της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ"
τόμος 2ος, του εκδοτικού οίκου "ΑΣΤΗΡ" ΑΛ.& Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
Β' έκδοσης Αθήνα 1960.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ
Του ζωγράφου +Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα

kapa

ια μας τους ΄Έλληνες υπάρχει ζωντανή και η άλλη πλευρά: Η Βυζαντινή παράδοση . Εκείνη ακριβώς που ονειδίζεται, λοιδορείται από τους "νέους" σαν τον Σαβέττα ή τον Τζιόττο. Στην βυζαντινή ζωγραφική δεν θα συναντήσουμε τα νατουραλιστικά στοιχεία που παρατηρήσαμε στην Ιταλική Πρωτο-Αναγέννηση και ακόμη λιγότερο τις αισθησιακές προεκτάσεις της . Ακόμη και η αφηγηματικότης είναι περιορισμένη στο ελάχιστον. Δεν υπάρχουν εγκόσμιοι άγιο, ούτε εγκόσμιες πράξεις ή σκηνές, ούτε προσωπογραφίες, ιδιωτικές κατοικίες, παλάτια μεγιστάνων, πόλεις, αρχιτεκτονικά τοπία, ερείπια και φυτά με τα οποία βρίθει η Ιταλική Αναγέννησις. Αν φαίνεται κάπου ένα κτήριο είναι πάντοτε το ίδιο συμβατικό σχήμα με την ίδια πάντα ανεστραμμένη προοπτική, με το ίδιο πάντα απλωμένο παραπέτασμα. Αν αναπαραστώνται βράχοι παίρνουν μορφή υπερκαθημένων , τραπεζοειδών και πολυεδρικών στερεών που αγνοούν την προοπτική του τόνου και του χρώματος. Ουσιαστικά η "φύσις" δεν υπάρχει. Το φόντο είναι ουδέτερο, χρυσό ή μονόχρωμο. Αν πρόκειται για δάσος, ένα δένδρο αρκεί. Έτσι, ποτέ δεν θα μας δώσει ο βυζαντινός τεχνίτης ένα ρομαντικό τοπίο όπως του Κλώντ ή του Πουσσέν. Και όμως στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, στο ψηφιδωτό εκείνο όπου ο Χριστός προσεύχεται μόνος επί του Όρους Ελαιών, υπάρχουν βράχοι εξαίσιοι, "αληθινοί" και αγκάθια τόσο ξερά και μυρωδάτα που σε κάνουν να απορείς και να αναλογιστείς τι άρα γε θα έκαναν, τι θαύματα, αν οι βυζαντινοί τεχνίται επέτρεπαν στον εαυτό τους την αναπαράσταση της φύσεως. Άλλ' ούτε οι ίδιοι το επέτρεπαν στον εαυτό τους ούτε η εκκλησιαστική εξουσία. Άλλες είναι οι επιδιώξεις της βυζαντινής τέχνης. Άλλος ο προορισμός της. Η βυζαντινή τέχνη είναι μοναδική και άφθαστη στο ότι επενόησε σχήματα ταυτόσημα με σύμβολα υπερβατικά των αχράντων μυστηρίων, λειτουργικούς αίνους που βασίζονται σε μίαν υπερκόσμια γεωμετρία, κατοπτρισμούς ουρανίων ενοράσεων, νοητά αρχέτυπα – κάτι σαν άλλου είδους Ινδικά ή Θιβετιανά "μάνταλα". Δεν υπάρχει τέχνη πιο αυστηρή. Κοιτάζοντας την περίτεχνη αλληλουχία, διαβάθμιση και αλληλοεξάρτηση των σχημάτων, άγεται κανείς στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί τέχνης που εφ ήρμοσε την άτεγκτη αναγκαιότητα της μηχανικής επιστήμης στην έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος. Δεν υπάρχει εδώ ο λυρισμός του Σασσέτα ούτε αισθηματολογία ούτε καν αίσθημα, αλλά μία κρύα, παγερή κατασκευή που δεν επιδέχεται ούτε προσθήκη ούτε τελειοποίηση. Αν τελειοποιηθεί θα αλλάξει αναγκαστικά είδος και θα προσλάβει άλλη μορφή. Τα πάντα έχουν τυποποιηθεί. Τα σχήματα, τα φώτα, τα ημιτόνια, οι σκιές. Στην βάση υπάρχει η γραμμική-γεωμετρική σύνθεσις που συνεχώς θυμίζει τον μαθηματικό γνώμονα. Κάθε σχήμα εντάσσεται και προέρχεται από τα προηγούμενα. Είναι ένας Αριστοτελικός συλλογισμός, μία αλγεβρική εξίσωσις αλάνθαστη. Ο καλλιτέχνης δεν υπάρχει. Έχει αφομοιωθεί με την απόδοση μιάς οντότητας που τον απορροφά και τον εξουθενώνει ολοκληρωτικά. Τα υπερφυσικά όντα που εικονίζει έχουν την πληρότητα και την στιλπνότητα του ατσαλιού. Η σοφή τοποθέτησσις των τριγωνικών ή γωνιακών φώτων, οι λεπτότατες γραμμικές ψιμυθιές, οι γραμμικές σκιές και όλος ο ρυθμός της αφηρημένης αυτής φωτοσκιάσεως μεταμορφώνει τα όντα τούτα σε κινητές πανοπλίες που αντανακλούν ή απορροφούν το φως με τις ακμές και τις υπερ-λείες τους επιφάνειες. Οι στάσεις τους είναι μετωπικές και ιεραρχικές, τα πρόσωπα με υποτυπώδη έκφραση, αυστηρή και κάποτε, σχεδόν βλοσυρή, οι πτυχώσεις σχεδιασμένες με ευθείες γραμμές και λιγοστές καμπύλες προσεκτικά ζυγισμένες, έτσι που δίνουν την εντύπωση σαν να είναι τραβηγμένες με τον χάρακα. Τεντωμένες σαν την νευρή του δοξαριού, σαν υποτείνουσες τριγώνων, σαν χορδές κύκλων, σαν παραβολές και υπερβολές, γραμμένες, χαραγμένες, καρφωμένες στην σανίδα ή το σοβά, έτσι, που να μη μπορούν να ξεφύγουν, να χαλαρώσουν, να ξετεντωθούν, να λυγίσουν και να μαραθούν.

 

Είναι μία νοητή κατασκευή που έχει όγκο , αλλά ελάχιστο όγκο, που καταλαμβάνει τον τρισδιάστατο χώρο, αλλά τον καταλαμβάνει μόλις. Ποιος κατ' αρχήν εφεύρε και επενόησε το στυλ αυτό της ζωγραφικής είναι άγνωστον, αλλά κάποιος σοφός και ιδιόμορφος και τολμηρός τεχνίτης πρέπει να συνέθεσε τα ιδιάζοντα τούτα στοιχεία. Δεν είναι δυνατόν να εγεννήθηκαν σποραδικά και τυχαία και συν τω χρόνω. Η αφετηρία βεβαίως βρίσκεται όπως ξέρουμε στην ελληνιστική τέχνη της παρακμής κυρίως. Πράγματι, η βυζαντινή τεχνοτροπία έχει διαφυλάξει πιστά το μάθημα της ελληνιστικής εποχής. Κάτω από την αυστηρή, την άτεγκτη και σκληρή παρουσία της, βρίσκεις, αν σκάψεις, όλη τη γνώση των επιπέδων, αξόνων, συνθέσεων, φωτοσκιάσεων καθώς και της αναγλυφικότητος κατά το σύστημα της αρχαίας. Αλλά από την ελληνιστική τέχνη κάποιοι διανοούμενοι και δαιμόνιοι πρωτομάστορες διεμόρφωσαν πρώτοι, καθώς υποπτεύομαι, άγνωστον πότε, αλλά ίσως κατά τον 3ο μ. Χ. αιώνα τον απόκοσμο τούτο βυζαντινό ρυθμό. Δεν αρκέστηκαν να υιοθετήσουν την γνώση του χρώματος, την κλασσική γραμμή, την ένοια της συνθέσεως. Πήραν και κάποιες νοητές αρχές που ανάγονται σε δύο πηγές: Αφ' ενός, στα επιστημονικά επιτεύγματα του μαθηματικού γεωμέτρου ΄Ηρωνος , όπως είναι τα "πνευματικά" και η "Κατοπτρική". Αφ' ετέρου, στις μεταφυσικές και αισθητικές θεωρίες του Πλωτίνου, και μέσω αυτού της θεωρίας των ιδεών του Πλάτωνος.

 

Το βαθύ αυτό και ολοκληρωμένο σύστημα γνώσεων, το φυλαγμένο μέσα της, η βυζαντινή τέχνη το μετέδωσε ολόγυρα, σε πάμπολλες άλλες τέχνες, πρωτίστως δε στην νηπιακή τέχνη της Δύσεως. Αν λοιπόν εσυκοφαντήθη ως βάρβαρος είναι μόνο από όσους δεν αντελήφθησαν τι περιείχε πέραν από την ξηρότητα και αυστηρότητά της καθώς και τι προσέφερε. Ουσιαστικώς προσ έφερε τα πάντα. Ήταν η τέχνη η διδάσκαλος, όπως θα έλεγε ο Καβάφης: "Εις κάθε λόγον, εις κάθε έργον η πιο σοφή". Δυστυχώς υπάρχουν ακόμη στην Δύση πολλά εγχειρίδια και ιστορίαι της τέχνης ή του σχεδίου που αγνοούν και παραλείπουν τις αρχές τούτες της βυζαντινής παιδείας και παρουσιάζουν ως εκ τούτου μία παραμόρφωση της πραγματικότητας ξεκινώντας αυθαίρετα από την Τέχνη της Φλωρεντίας με τον Ντούτσιο, τον Ορκάνια, και τέλος τον Τζιότο.

 

 Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας