Τεχνική της Τοιχογραφίας

kapa

αγιογραφία επάνω στον τοίχο γίνεται με διάφορους τρόπους. Οι περισσότερες Βυζαντινές τοιχογραφίες που σώζονται μέχρι σήμερα σε άριστη κατάσταση έχουν γίνει με τη μέθοδο της νωπογραφίας (Fresco). Στους Βυζαντινούς χρόνους οι εκκλησίες χτίζονταν με πέτρα, ασβέστη, και άμμο. Το σοβ άντισμα των τοίχων γινόταν με ένα κονίαμα το οποίο περιείχε ασβέστη, άμμο, άχυρο και λινάρι. Η αγιογραφία γινόταν ταυτόχρονα με το σοβάντισμα ως εξείς: Ο τεχνίτης ετοίμαζε ένα μίγμα από ασβέστη, άμμο χοντρή από ποτάμι, άχυρο σταρένιο και λινάρι. Τα δύο τελευταία συστατικά περιέχουν κυτταρίνη η οποία βοηθά τα υλικά να συνδεθούν μεταξύ τους, και παίζουν το ρόλο του οπλισμού για να μη σκάσει ο σοβάς. Άφηνε το μίγμα 15 μέρες να ζυμωθεί και με αυτό σοβάντιζε ένα κομμάτι του τοίχου, δύο φορές, σε πάχος 5-6 χιλιοστά, όσο τμήμα υπολόγιζε ότι θα προλάβει να ζωγραφίσει σε μία ημέρα ο αγιογράφος. Την επόμενη μέρα έκανε το τελικό σοβάντισμα με ένα μίγμα ασβέστη και λίγης λεπτής άμμου και το άπλωνε έτσι ώστε να μη φαίνονται τα άχυρα, και η επιφάνεια να είναι λεία. Στη συνέχεια, ο αγιογράφος άρχιζε τη ζωγραφική με γήινα χρώματα τα οποία διέλυε με ασβεστόνερο, και με μεγάλη προσοχή -γιατί κανένα λάθος δεν συγχωρείται στη νωπή επιφάνεια επειδή το χρώμα απορροφάται αμέσως από το κονίαμα. Ο τεχνίτης ο οποίος έκανε την τοιχογραφία θα έπρεπε να είναι πολύ έμπειρος, και έπρεπε να τελειώσει τη ζωγραφική όσο ακόμα ήταν νωπό το κονίαμα. Δουλεύοντας με αυτό τον τρόπο τα χρώματα εισχωρούσαν σε βάθος και στέγνωναν μαζί με το σοβά. Όσο είναι υγρό το επίχρισμα δημιουργείται χημική ένωση : Το υδροξείδιο του ασβεστίου μαζί με το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας παράγουν το ανθρακικό ασβέστιο, που όταν στεγνώσει γίνεται μία κρυσταλλική ύλη η οποία παραμένει αναλλοίωτη στους αιώνες. Με αυτό τον τρόπο τέλειωνε ολόκληρος ο Ναός. Οι τοιχογραφίες που έγιναν με αυτή την τεχνική έχουν μία ξεχωριστή βελούδινη όψη και αντέχουν τόσο στο χρόνο όσο και την υγρασία.

Ένας άλλος τρόπος τοιχογράφησης είναι αυτός που γίνεται επάνω σε στεγνό τοίχο. Τρίβουμε τον τοίχο με χονδρό γυαλόχαρτο για να γίνει λείος και τον πλένουμε με νερό και σαπούνι για να φύγουν οι σκόνες και οι κάπνες που δημιουργούν τα κεριά, τα κανδήλια και τα θυμιάματα. 'Όταν στεγνώσει τον περνούμε με ένα χέρι κόλλα. Κατόπιν, αποτυπώνουμε στον τοίχο, το προσχέδιο που έχουμε κάνει σε χαρτί, του Άγίου ή της παράστασης που θα αγιογραφήσουμε, προσέχοντας να πέσει αρμονικά το σχέδιο μέσα στο χώρο, που έχουμε περιγράψει με άξονες και περιθώρια.

Αυτός ο τρόπος αγιογράφησης, πρέπει να αποφεύγεται σε εκκλησίες που αγιογραφούνται πολλά χρόνια μετά την κατασκευή τους, διότι οι τοίχοι έχουν διαποτιστεί με κάπνα και λάδια, που είναι δύσκολο να απομακρυνθούν. Έτσι τα χρώματα δεν απορροφώνται σε βάθος αλλά παραμένουν στην επιφάνεια και με την πάροδο του χρόνου τα λάδια που δεν ήταν δυνατόν να απομακρυνθούν βγαίνουν στην επιφάνεια και αλλοιώνουν τά χρώματα.

Η "Αγιογραφία επί του τοίχου", γίνεται εδώ και αρκετά χρόνια σε καμβά. Κατόπιν, ο καμβάς επικολλάται στον τοίχο και εκεί, επί τόπου, γίνεται το τελικό φινίρισμα. Αυτή η τεχνική επεκράτησε διότι το αποτέλεσμα αυτής της τεχνικής κρίθηκε πιο ανθεκτικό από την κατ' ευθείαν αγιογράφηση, για όλους τους παραπάνω λόγους.

Ο καμβάς που χρησιμοποιούμε στο εργαστήριό μας είναι από βαμβάκι κατάλληλα προετοιμασμένος από εμάς. Η ζωγραφική και εδώ γίνεται με ορυκτές σκόνες, μόνο που αραιώνονται με κόλα, αντί αυγού. Αφού τελειώσει η αγιογραφία γίνεται η επικόλληση στο τοίχο. Το φινίρισμα γίνεται με μεγάλη προσοχή για να μη φαίνονται οι ενώσεις του καμβά.
Η εργασία γίνεται κατά το 70% στο εργαστήριο και η υπόλοιπη αφού γίνει η επικόλληση, στο Ναό. Στο τέλος μπαίνουν τα τελευταία φωτίσματα, τα γραψίματα, οι ψυμιθιές και οι χρυσοκονδυλιές των παραστάσεων. Αυτό διότι πρέπει να έχουμε άμεση επαφή με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και το φως του κάθε Ναού. Διότι άλλες συνθήκες του εργαστηρίου (ύψος – φωτισμός) και άλλες αυτές του Ναού.